ἔειπε

ἔειπε
εἶπον
said
aor ind act 3rd sg (epic)
εἶπον
said
aor ind act 3rd sg (epic)
εἶπον
said
aor ind act 3rd sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἔειπ' — ἔειπα , εἶπον said aor ind act 1st sg (epic) ἔειπε , εἶπον said aor ind act 3rd sg (epic) ἔειπε , εἶπον said aor ind act 3rd sg (epic) ἔειπε , εἶπον said aor ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔειφ' — ἔειπα , εἶπον said aor ind act 1st sg (epic) ἔειπε , εἶπον said aor ind act 3rd sg (epic) ἔειπε , εἶπον said aor ind act 3rd sg (epic) ἔειπε , εἶπον said aor ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νημερτής — ές (Α νημερτής και δωρ. τ. ναμερτής, ές) νεοελλ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι νημερτείς (ενν. σκώληκες) ζωολ. οι νημερτίνοι αρχ. 1. αυτός που δεν σφάλλει στα λόγια του, αυτός που λέει τα σωστά, αψευδής («ἀλλὰ τὰ μέν μοι ἔειπε γέρων ἅλιος νημερτής» …   Dictionary of Greek

  • ολοφυδνός — ὀλοφυδνός, ή, όν (Α) 1. άξιος θρήνου, λυπηρός, οδυνηρός, θρηνώδης («ἔπος δ ὀλοφυδνόν ἔειπε», Ομ. Ιλ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὀλοφυδνά με θρηνώδη τρόπο, αξιοθρήνητα, λυπηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ολοφύρομαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”